23/4/11

Πίστη ή ανάγκη; Μία άποψη πίσω από το σταυροκόπημα.



Διάβαζα σήμερα στην εφημερίδα, μία έρευνα με αφορμή τη γιορτή του Πάσχα. Σε αυτή την έρευνα αναφέρεται ότι οι μισοί σχεδόν Έλληνες πιστεύουν στην ανάσταση νεκρών, ένα μεγάλο ποσοστό καταλαβαίνει και αναγνωρίζει τους εκκλησιαστικούς ύμνους και οι περισσότεροι από τους μισούς πηγαίνουν στην εκκλησία και πιστεύουν στον Θεό. Τα παραπάνω μάλιστα ποσοστά, ήταν χαμηλότερα, από παρόμοιας έρευνας που έγινε πριν δύο χρόνια. Η εξήγηση θαρρώ, πως έγκειται σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες ή και σε διαφορετικό δείγμα και όχι στην μείωση της πίστης μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Στις επόμενες σελίδες, αναφέρει η εφημερίδα ότι όχι μόνο δεν υπάρχει αναφορά (για την ακρίβεια ούτε λέξη) στη μορφή του Ιησού στα Ευαγγέλια, αλλά όλοι γνωρίζουμε τη μορφή του μέσα από τις εικόνες. Με ένα παράξενο τρόπο αφού θεωρητικά κανείς δεν τον έχει δει ή ζωγραφίσει. Τέλος, στην ίδια σελίδα περιγράφεται πως με επιστημονικό τρόπο, αποκαλύφθηκε ότι η ιερή Σινδόνη και το μαντήλι που σκουπίστηκε ο Ιησούς, τοποθετούνται 1300 με 1400 χρόνια μετά τη γέννησή του.

Και πόσα ακόμα θρησκευτικά στοιχεία που τόσους αιώνες, έκρυβαν την ακριβή προέλευσή τους, έχουν αποκαλυφθεί ότι δεν είναι αληθινά. Πλέον, υπάρχει τρόπος να εξακριβωθεί αν πράγματι ένα φαινόμενο πρόκειται για θαύμα ή απλά έχει φυσική εξήγηση. Υπάρχει τρόπος να φανερωθεί αν όλες αυτές οι ιστορίες που μας έλεγαν να πιστεύουμε μικροί, έχουν την εξήγησή τους στην αόρατη δύναμη που αποκαλείται Θεός στον Χριστιανισμό ή κάπως αλλιώς σε άλλη θρησκεία. Μερικές φορές, νομίζω ότι η ίδια η ύπαρξη του Θεού, αυτοαναιρείται μέσα από τα διαφορετικά ονόματα και τις διαφορετικές δοξασίες που πρεσβεύουν οι διάφορες θρησκείες.


 
Όταν ξεπερνάς την παιδική φάση της ζωής σου, όπου όλα σου έρχονται στο πιάτο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τους γονείς, αρχίζεις και αποκτάς δική σου αντίληψη. Μετά την φυσιολογική αντίληψη του πρώτου εξελικτικού σταδίου, ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τα βιώματά του και τις εμπειρίες του. Κυρίως όμως από την κριτική του σκέψη. Ένα εξελικτικό στάδιο που, σύμφωνα με τη θεωρία του Piaget, τυπικά κατακτάται με τη λήξη της εφηβικής ηλικίας, αλλά που ποτέ δεν σταματάει να εξελίσσεται, όσο ο ίδιος επιθυμεί. Και έτσι ενώ, κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν να τη διαμορφώνουν, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που παραμένουν στάσιμοι σε αυτά που έχουν μάθει από μικροί. Μένουν δηλαδή στην περίοδο δηλαδή όπου οι άνθρωποι "εκπαιδεύονται" από το περιβάλλον τους για να μπορέσουν να ζήσουν τη ζωή τους. Και αυτό και μόνο προσφέρει ασφάλεια.


 
Η ασφάλεια είναι ένα δυνατό συναίσθημα, στο οποίο ανατρέχουμε για να μπορέσουμε να πάρουμε δύναμη, κουράγιο και ώθηση ώστε να συνεχίζουμε καθημερινά. Και αυτό το συναίσθημα της ασφάλειας προσφέρεται μέσω της πίστης στη θρησκεία, σε όλες τις εκφάνσεις τις. Γιατί διαφορετικά δεν εξηγείται αλλιώς, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων στη γη, πιστεύει σε κάτι το οποίο δεν γνωρίζει ή δεν έχει δει στην πραγματικότητα. Θα το παρομοίαζα με την ιστορία που μπορεί να σου πει κάποιος, ότι μπορεί πχ να μπει σε ένα κλουβί με πέντε πεινασμένα λιοντάρια και να μην τον φάνε. Στην ουσία όμως αυτό έχει συμβεί. Όχι ότι ο άνθρωπος αυτό μπορεί να μιλήσει στα λιοντάρια και εκείνα να υπακούσουν στις βουλές του για να μην τον φάνε, αλλά ότι το έχεις ακούσει από άλλους δέκα και δεν μπορείς να το αντιστρέψεις. Παρόλο που είσαι σίγουρος ότι δεν το έχεις δει και αντιβαίνει σε ό,τι ξέρεις μέχρι τώρα, το αποδέχεσαι γιατί απλά θα θεωρηθείς παρείσακτος. Και αν θεωρηθείς παρείσακτος, θα υποστείς διωγμούς, κατάρες, λοιμούς στο σήμερα... αν είμασταν και 500 χρόνια πριν θα σε έκαιγαν ή θα σε βασάνιζαν.


 
Με άξονα την Κοινωνική Ψυχολογία το φαινόμενο αυτό ανάγεται στην συμμόρφωση. Το πείραμα του Sherif καταδεικνύει ένα σημαντικό τμήμα: Ο Sherif στο πρώτο μέρος του πειράματος, έβαζε έναν εξεταζόμενο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον ρώταγε να του πει πόσο κινήθηκε το φως που έβλεπε στον απέναντι τοίχο. Ο εξεταστής του έλεγε ότι οπωσδήποτε κινείται και ο εξεταζόμενος επηρεασμένος και από το μαύρο φως, έδινε διάφορα μήκη. Επειδή όμως, το σκοτάδι επηρέαζε την κρίση του εξεταζόμενου, ο Sherif, ήθελε να δει κατά πόσο μπορεί να συμμορφωθεί σε συγκεκριμένο μήκος. Έτσι, έβαλε δίπλα στον εξεταζόμενο ένα συνεργάτη του, που παρουσιάστηκε και εκείνος ως εξεταζόμενος. Ο πρώτος εξεταζόμενος έδινε τη δική του απάντηση για την απόσταση του φωτός και μετά ο δεύτερος (ο συνεργάτης). Όσο πέρναγε η ώρα, οι απαντήσεις του πρώτου, έκλιναν προς του δεύτερου (συνεργάτη) που έδινε πότε μεγάλες και πότε μικρές αποστάσεις, σύμφωνα με το πείραμα του Sherif. Αυτό έδειξε ότι όταν το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με μία αβέβαιη κατάσταση, προσπαθεί να συμμορφωθεί ασυναίσθητα με τις απαντήσεις των άλλων. Τα πειράματα του Asch στην συνέχεια αποκλείοντας διάφορους παράγοντες, ενίσχυσαν το ίδιο αποτέλεσμα.


 
Στην δική μας περίπτωση, δεν μπορούμε να δούμε από που ξεκινάει όλο αυτό το φαινόμενο της πίστης. Όλοι το έχουν βιώσει σαν κάτι έμφυτο, που έρχεται μαζί με τη γέννησή μας. Δεν το επιλέγουμε, το έχουμε ήδη μέσα μας, πριν τη γέννησή μας. Και όταν μεγαλώσουμε και καταλάβουμε ότι λογικά και φυσιολογικά,  δεν βγαίνει να πιστεύουμε ότι από το πλευρό του Αδάμ φτιάχτηκε η Εύα ή ο Χριστός γεννήθηκε από τον κρίνο... απλά το αναγουμε σε άγνωστους και θεοκρατικούς νόμους για να μπορέσουμε να ζήσουμε με αυτό. Διότι διαφορετικά θα πρέπει να βγούμε μπροστά και να πάρουμε θέση για τη διαφορετικότητά μας. Και αυτό έχει κόστος, σήμερα λιγότερο, πριν αρκετούς αιώνες περισσότερο. Ελάχιστοι άνθρωποι επιθυμούν να διαφέρουν από το κοινωνικό σύνολο γιατί όλο αυτό περιέχει φόβο. Και ο φόβος ακινητοποιεί σε αυτή την περίπτωση. Η εθελοτύφλωση έχει σχηματίσει τη δική της, μόνιμη κυβέρνηση στην ψυχή και στο μυαλό του ανθρώπου.


 
Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί, τι είναι αυτό που επικαλούμαστε όταν βρίσκουμε τα σκούρα στη ζωή μας. Πάντα ο άνθρωπος θα στραφεί στην Παναγία, στο Χριστό, στο Θεό για να ζητήσει βοήθεια σε μία δύσκολη στιγμή της ζωής του. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για μία πολύ σοβαρή περίπτωση ασθένειας. Τι σημαίνει αυτό: ό,τι σε αυτή τη φάση της ζωής του, δεν ξέρει που αλλού να στραφεί, γιατί αυτό έχει μάθει μόνο. Το αδιέξοδο ενδεχομένως είναι τόσο μεγάλο, που μόνο κάτι εξωπραγματικό και φαντασιωσικό μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση. Η άγνοια όλων των παραγόντων και η έλλειψη ελέγχου της κατάστασης είναι οι παράμετροι που στρέφουν το άτομο εκεί. Και το παζλ συμπληρώνεται με την ελπίδα της εξω-γήινης σκέψης που περιμένει να βελτιωθεί. Όταν όμως το αποτέλεσμα είναι δυσάρεστο, πάλι η επιλογή έγκειται στην θέληση του Θεού και δικαιολογείται. Από τη μία έχουμε την επίκληση της βοήθειας που δεν έρχεται και απο την άλλη η δικαιολογία για την άσχημη κατάληξη. Περίεργο; Όχι, αν το δει κάποιος με την ματιά της πίστης πλέον στο δικό του πρόσωπο. Αυτομάτως, η κυριαρχία της "παντοδυναμίας" του αγνώστου Θεού, είναι καταλυτική και επισκιάζει ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αλλάξει τις βουλές του.


 
To debate που γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απολαυστικό. Και συμβαίνει αυτό γιατί καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει απόλυτο δίκιο. Θα δυσκολευτείς να πείσεις κάποιον ότι δεν υπάρχει Θεός γιατί δεν το ξέρεις, όσο επιστημονικά και αν αποδεικνύεται. Η πίστη του συνανθρώπου, επαφίεται στην δική του εσωτερική ανάγκη να πιστέψει σε κάτι, σε κάποιον που είναι ανώτερος από αυτόν. Η αδυναμία εικόνας του και άμεσης επικοινωνίας του, αυξάνει αυτή την πίστη. Την ίδια στιγμή που ο πιστός δεν παίρνει καμία απάντηση στις απανωτές εκκλήσεις του προς τον Θεό, πιστεύει ακόμα περισσότερο. Γιατί, απλά, αν ο Θεός απαντούσε, θα "έπεφτε" στα μάτια του ανθρώπου και θα έψαχνε να βρει κάτι άλλο ανώτερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου